- χρυσογραφία
- η, ΝΜΑη τεχνική τής γραφής χρυσών γραμμάτων ή άλλων σχεδίων σε παλαιά χειρόγραφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -γραφία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσογραφία — χρυσογραφίᾱ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem nom/voc/acc dual χρυσογραφίᾱ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσογραφίᾳ — χρυσογραφίᾱͅ , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσογραφίας — χρυσογραφίᾱς , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem acc pl χρυσογραφίᾱς , χρυσογραφία a writing with letters of gold. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
χρυσογραμμία — ἡ, Μ χρυσογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραμμή + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek